- διπύρηνος
- -η, -ο (Α διπύρηνος, -ον)(για καρπούς) αυτός που έχει δύο πυρήνες, κουκούτσιααρχ.το ουδ. ως ουσ. το διπύρηνονχειρουργικό εργαλείο, καθετήρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπύρηνον — διπύρηνος with two knobs masc/fem acc sg διπύρηνος with two knobs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπυρήνου — διπύρηνος with two knobs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπυρήνῳ — διπύρηνος with two knobs masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπύρηνα — διπύρηνος with two knobs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)